- ζωγρίῃ
- ζωγρίαtaking alivefem dat sg (epic ionic)ζωγρίαςone taken alivemasc dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωγρίη — ζωγρία taking alive fem nom/voc sg (epic ionic) ζωγρίας one taken alive masc voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγρία — και ιων. τ. ζωγρίη, ἡ (Α) [ζωγρώ] 1. η σύλληψη ενός ζωντανού, η αιχμαλώτισή του 2. φρ. «ζωγρία αποβάλλω τινά» χάνω κάποιον επειδή συνελήφθη … Dictionary of Greek